Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013

Ετυμηγορία και ενημέρωση από τη δίκη 11 Φλεβάρη 2013



(η παρούσα ανάρτηση έχει ενημερωτικό χαρακτήρα. Για τη δική μας ερμηνεία της δίκης, θα αναρτήσουμε κείμενο αύριο).
 
Στις 18:00 ολοκληρώθηκαν οι αγορεύσεις και βγήκαμε από την αίθουσα του δικαστηρίου περιμένοντας την ετυμηγορία. «Μία ώρα τουλάχιστον», μας είπαν οι δικαστές. Δεν θα χρειαζόταν περισσότερο, γιατί, όπως είπαν, ήδη γίνει μια προεργασία και ήταν λίγα τα σημεία στα οποία δεν είχαν καταλήξει. Στο διάστημα μέχρι την ανακοίνωση της ετυμηγορίας, ήρθαν επιπλέον αστυνομικές δυνάμεις (Γιατί ήρθαν; Ποιους φοβούνταν;). Στο μεταξύ άρχισε να καταφθάνει κι άλλος αλληλέγγυος κόσμος, καθηγητές από το πανεπιστήμιο, φοιτητές και κάτοικοι του Ρεθύμνου που παρακολουθούν την υπόθεση.

Γύρω στις 19:30 αρχίσαμε να μπαίνουμε στην αίθουσα. Σε αντίθεση με ό,τι γινόταν στις τελευταίες συνεδριάσεις του δικαστηρίου, τη Δευτέρα υποβαλλόμασταν σε σωματικούς ελέγχους, που είχε ως αποτέλεσμα το συνωστισμό στην είσοδο. Δεν προλάβαμε να μπούμε όλοι μέσα. Η χαμηλόφωνη φωνή της δικαστή, έδωσε την ετυμηγορία: «Αθώοι. Η αιτιολόγηση να δοθεί στη συνέχεια. Λύεται η συνεδρίαση». Ακόμη κι όσοι ήμασταν μέσα, σχεδόν δεν ακούσαμε την ετυμηγορία.

Η αντίπαλη πλευρά, αυτό το συνονθύλευμα οπαδών του ΠΑΣΟΚ, Νέας Δημοκρατίας και Χρυσής Αυγής (το στηρίζουμε από συγκεκριμένα πράγματα που ακούστηκαν στη διάρκεια και στο περιθώριο της δίκης), αγκαλιάζονταν και φιλιούνταν. Όσοι από μας δεν είχαν προλάβει να μπουν, ρωτούσε ο ένας τον άλλο τι είχε ειπωθεί; Δόθηκε αιτιολόγηση; Όχι, δεν δόθηκε.

Στον προθάλαμο ανοίξαμε ένα πανό: «Κάποιοι δεν θα γίνουν δάσκαλοι ποτέ».

«Την ήπιατε», «σιγά μη σας φοβηθούμε», μας είπαν οι φίλοι τους. Δεν απαντήσαμε στις προκλήσεις. Φαίνεται όμως ότι μας φοβόντουσαν. Οι κατηγορούμενοι δεν βγήκαν παρά τελευταίοι, τρέχοντας και με υψηλή αστυνομική συνοδεία. Με αυτόν τον τρόπο περιφρουρήθηκε η «δικαιοσύνη»

Οι αγορεύσεις της πολιτικής αγωγής και της υπεράσπισης

Οι δύο συνήγοροι πολιτικής αγωγής (Ζωή Κωνσταντοπούλου και Θοδωρής Τσούλας) θεωρούμε ότι διατήρησαν τον πολιτικό πολιτισμό που άρμοζε στην υπόθεση και μπήκαν στην ουσία της, υπερβαίνοντας το ελλιπές κατηγορητήριο. Αντίθετα η υπεράσπιση προσπαθούσε με κάθε τρόπο να γελοιοποιήσει την υπόθεση και τη διαδικασία, να δείξει ότι εξαρχής δεν έπρεπε να λάβει χώρα και να καταρρίψει κάθε πτυχή της πρότασης της εισαγγελέως.

Η πολιτική αγωγή

Η πολιτική αγωγή επικεντρώθηκε στις διαδικασίες συγκάλυψης, απόκρυψης, παραποίησης δημόσιων εγγράφων, εν κρυπτώ κινήσεων, αποκαλύπτοντας το εξοντωτικό κλίμα που είχαν δημιουργήσει οι κατηγορούμενοι, στο οποίο προσπαθούσε ο Στέλιος Αλεξανδρόπουλος να πράξει τα αυτονόητα: να ελέγξει μια απλή διαδικασία εισόδου στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα του τμήματός του. Ανέδειξαν στοιχεία της προσωπικότητάς του, την ακεραιότητα και την πίστη στις αξίες -ισότητα, ισονομία και διαφάνεια- τις οποίες υπηρετούσε εις βάρος του προσωπικού τους συμφέροντος.

Με ανάγνωση μιας σειράς επιστολών μεταξύ του Αλεξανδρόπουλου και των κατηγορουμένων, φάνηκε η εναγώνια προσπάθειά του να ζητήσει μια απλή λίστα αναλυτικής μοριοδότησης των εισαγωγικών εξετάσεων στο μεταπτυχιακό του τμήματος, στην οποία δεν απέκτησε πρόσβαση μέχρι το θάνατό του, και για την οποία εκφράστηκε η πεποίθηση ότι καταρτίστηκε εκ των υστέρων.

Μόνος, με την ένοχη σιωπή ή αδιαφορία των υπολοίπων μελών του τμήματος, αγωνίστηκε με όλα τα θεσμικά μέσα, μέχρι την επίδοση της πειθαρχικής δίωξης, υπογεγραμμένη από τον τότε πρύτανη "για απάδουσα σε πανεπιστημιακό δάσκαλο συμπεριφορά", τη Μεγάλη Τετάρτη του 2006. Είχε ενοχληθεί, έγραφε σε προγενέστερη επιστολή του τότε πρύτανης Ιωάννης Παλλήκαρης, για τη δημόσια και αβάσιμη κριτική που ασκούσε ο Αλεξανδρόπουλος και ζητούσε από τον αντιπρύτανή του, Κώστα Λάβδα, να πράξει τα δέοντα για να αποκαταστήσει την τάξη. Στην τελευταία και μοιραία συνέλευση, όπου ο Αλεξανδρόπουλος προσπάθησε να εξηγήσει στους συναδέλφους του τι είχε συμβεί, η Μαρία Μενδρινού και ο Δημήτρης Κοτρόγιαννος του στέρησαν το λόγο. Τους εκδικήθηκε με το θάνατό του, υποστήριξε η πολιτική αγωγή, καθώς η υπόθεση αυτή δεν θα είχε δημοσιοποιηθεί ποτέ αν ο Αλεξανδρόπουλος δεν είχε βρει τραγικό θάνατο στο γραφείο του μετά τη συνέλευση. «Η μνήμη βοηθάει πάντα την κριτική στάση», έγραψε στις τελευταίες του σημειώσεις που διαβάστηκαν στο δικαστήριο, παρακαταθήκη για όλους εμάς που ποτέ δεν τον γνωρίσαμε.

Η υπεράσπιση

Με στίχους του Ρουβά, ατάκες από διαφημιστικά σποτ, ζώδια, οικογενειακές ιστορίες τους που εκτέθηκαν με χυδαίο τρόπο, θεατρινισμούς, δασκαλίστικο ύφος στο κοινό, απόπειρα δημιουργίας συγκρουσιακού κλίματος μεταξύ της αντίπαλής τους αριστεράς και αυτού που εκείνοι εκπροσωπούσαν [τι είναι αυτό άραγε;], ψεύδη, αισχρή επίθεση στα αντίπαλα πρόσωπα της δίκης, και ερωτήματα για το πώς μπορεί η ανθρωπιστική αριστερά να διώκει, οι τρεις συνήγοροι υπεράσπισης προσπαθούσαν να αποπροσανατολίσουν τη διαδικασία, να τη γελοιοποιήσουν («είμαστε για το Λαζόπουλο») και να ροκανίσουν το χρόνο ώστε να κουράσουν το πολυπληθές ακροατήριο και το «επαρχιακό» δικαστήριο, καθώς, όπως είπαν, αλλού θα είχε τελειώσει προ πολλού η διαδικασία.

Γίναμε μάρτυρες ανήκουστων θέσεων: Η πολιτική επιστήμη δεν έχει κανένα αντικειμενικό κριτήριο αξιολόγησης: «είναι σαν να αξιολογείς τη σεξουαλική εμπειρία». Αν η υπόθεση είχε λάβει χώρα σε ένα άλλο τμήμα, στο χημικό για παράδειγμα, δεν θα υπήρχε καθόλου υπόθεση, καθώς εκεί τα κριτήρια είναι αντικειμενικά. Ο Στέλιος Αλεξανδρόπουλος προσπαθούσε να δημιουργήσει προσωπική δικτύωση στο τμήμα, με πολιτικό χαρακτήρα. Οι υποστηρικτές του [εμείς δηλαδή] είναι καταληψίες και κουκουλοφόροι [σε άλλη φάση, ήμασταν «βόδια του Σύριζα»]. Τα χρήματα από τις δύο αγωγές για συκοφαντική δυσφήμηση που έχουν κάνει οι κατηγορούμενοι (900.000 ευρώ στον Ντίνο Ρητινιώτη, έναν από τους αποκλεισμένους από το μεταπτυχιακό, και 600.000 στη Σουζάνα Παπαδοπουλου, μία από τους τρεις που συνέταξαν πορίσματα διερεύνησης το 2007 με ανάθεση της συγκλήτου) θα πάνε στο Χαμόγελο του Παιδιού. Και φυσικά, υποστήριξαν ότι ο Αλεξανδρόπουλος είχε πρόσβαση σε όλα τα στοιχεία και τους φακέλους των υποψηφίων στο μεταπτυχιακό, ενώ η πειθαρχική δίωξη δεν συνιστούσε απόπειρα φίμωσης, καθώς είχε απευθυνθεί όπου θα μπορούσε να πάει.

Η θέση τους ήταν απαξιωτική προς οποιονδήποτε εκτός από τους πελάτες τους, προς την εισαγγελέα, το δικαστήριο, τον «επαρχιώτη συνάδελφο» της πολιτικής αγωγής, και φυσικά το ακροατήριο των αλληλέγγυων.

Είχαμε προσδοκία ότι το δικαστήριο δεν θα επιβράβευε τη διαπλοκή, τη συγκάλυψη, την εργασιακή τρομοκρατία, τη χυδαιότητα και τον κυνισμό, αλλά δυστυχώς διαψευσθήκαμε.

Εκκρεμεί η αιτιολόγηση της απόφασης, την οποία αναμένουμε με απορία και ιδιαίτερο ενδιαφέρον.